στεφάνωσις
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-εως, ἡ, crowning, IG12(1).155d67 (Rhodes), Ath.15.673a sq.; μετὰ τὴν σ. τῶν δήμων after being crowned by the peoples, CIG3067.24(Teos, ii B.C.), cf. 3068a.19 (ibid., pl.); ἀναγράψαι.. τὰς γενομένας σ. Inscr.Prien.99.18 (ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 940] die Bekränzung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στεφάνωσις: ἡ, τὸ στεφανώνειν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 27, Ἀθήν. 673 Α κἑξ.· μετὰ τὴν στ. τῶν δήμων, ἀφ’ οὖ ἐστεφανώθης ὑπὸ τῶν δ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3067, 24, πρβλ. 3068Α. 20.