σοφιστέον
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
one must contrive, ὅπως ἂν.. Arist.Pol.1319b25.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μηχανευθῇ, ἐπινοήσῃ, ὅπως ἄν.. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19.
Greek Monotonic
σοφιστέον: ρημ. επίθ. του σοφίζομαι, πρέπει κάποιος να επινοήσει τέχνασμα, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφιστέον [σοφίζω] adj. verb. er moet slim bedacht worden:. πάντα al het mogelijke Aristot. Pol. 1319b25.