συγκαταναγκάζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v.l. for συναναγκάζω, Hp.Art.71.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταναγκάζω: καταναγκάζω ὁμοῦ, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως σ. 500, ἔκδ. Mi.