συγκατηρεφής

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατηρεφής Medium diacritics: συγκατηρεφής Low diacritics: συγκατηρεφής Capitals: ΣΥΓΚΑΤΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synkatērephḗs Transliteration B: synkatērephēs Transliteration C: sygkatirefis Beta Code: sugkathrefh/s

English (LSJ)

ές, quite covered, Lyc.1280.

German (Pape)

[Seite 966] ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατηρεφής: -ές, πανταχόθεν κατηρεφής, κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280

Greek Monolingual

-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].