φλύζω

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύζω Medium diacritics: φλύζω Low diacritics: φλύζω Capitals: ΦΛΥΖΩ
Transliteration A: phlýzō Transliteration B: phlyzō Transliteration C: flyzo Beta Code: flu/zw

English (LSJ)

v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].

Greek Monotonic

φλύζω: βλ. φλύω.

Mantoulidis Etymological

(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.