φωλίον
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
τό, Dim. of φωλεός, fox's hole, Paus.4.18.7.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, dim. von φωλεός, eine kleine Höhle, ein Fuchsloch, Paus. 4, 18, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φωλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωλεός, φωλεὰ ἀλώπεκος, ἡ ὀπὴ ἐν ᾗ διαμένει, Παυσ. 4. 18, 7.