γαλακτοτροφέω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
nourish with milk, LXX 4 Ma.13.21, Ph.2.82 (Pass.), PTeb.399.4 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
amamantar, dar el pecho, criar τὸ ... ἀρσενικὸν ἔγγονον Εὐδαίμονα PTeb.399.4, cf. 22 (II d.C.), υἱὸν ... ἄρρενα ... ἐπὶ ἕνα ἥμισυ ἐνιαυτόν POxy.3770.5 (IV d.C.), en v. pas. (ὁ παῖς) τρεῖς ... μῆνας ... οἴκοι Ph.2.82, cf. 83, PLond.1708.81 (VI d.C.), de Cristo σαρκωθεὶς καὶ γαλακτοτροφηθεὶς ἀληθῶς Cyr.H.Catech.4.9
•fig. τῷ λόγῳ Const.App.2.33.2, cf. Felix III Ep.P.1 (p.20.8).
German (Pape)
[Seite 471] mit Milch ernähren, Philo u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτοτροφέω: τρέφω μὲ γάλα, Ἑβδ. (4 Μακκ. ιγ΄, 20)· -τροφία, ἡ αὐτόθι ιϚ΄, 7.