γληνοειδής

From LSJ
Revision as of 11:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γληνοειδής Medium diacritics: γληνοειδής Low diacritics: γληνοειδής Capitals: ΓΛΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: glēnoeidḗs Transliteration B: glēnoeidēs Transliteration C: glinoeidis Beta Code: glhnoeidh/s

English (LSJ)

ές, like a γλήνη 111, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.

Spanish (DGE)

-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.

Greek (Liddell-Scott)

γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,

Greek Monolingual

-ές (Α γληνοειδής, -ές) γλήνη
όμοιος με γλήνη, κοίλος όπως η γλήνη τών αρθρώσεων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γληνοειδής -ές γλήνη, εἶδος concaaf, holrond. Hp. Art. 79.