γραμματοδιδασκαλεῖον

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

English (LSJ)

τό, = γραμματεῖονΙΙ, Plu.2.712a, al.

German (Pape)

[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.

Russian (Dvoretsky)

γραμματοδιδασκαλεῖον: τό начальная школа Luc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοδιδασκαλεῖον -ου, τό γραμματοδιδάσκαλος (basis)school.