δειλανδρέω
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
to be cowardly, LXX 2 Ma.8.13, 4 Ma.10.14.
Spanish (DGE)
• Morfología: [graf. aor. subj. δειλανδρείσῃς Ephr.Syr.3.393D]
acobardarse, flaquear οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες LXX 2Ma.8.13, cf. 4Ma.10.14, Mac.Aeg.Serm.B.50.4.8, μὴ ἄλλος σε πειρασμὸς λήψεται ... καὶ οὐχ ὑπομείνῃς ἀλλὰ δειλανδρήσῃς A.Paul.et Thecl.25, μὴ δειλανδρείσῃς παντελῶς Ephr.Syr.l.c., cf. Gr.Nyss.Ref.Eun.409.7.
German (Pape)
[Seite 536] feig sein, Ios.