διατεθρυμμένως

From LSJ
Revision as of 11:06, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατεθρυμμένως Medium diacritics: διατεθρυμμένως Low diacritics: διατεθρυμμένως Capitals: ΔΙΑΤΕΘΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diatethrymménōs Transliteration B: diatethrymmenōs Transliteration C: diatethrymmenos Beta Code: diateqrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (διαθρύπτω) weakly, Pl.Lg.922c.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.

German (Pape)

[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.

Greek (Liddell-Scott)

διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.

Russian (Dvoretsky)

διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).