διξός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, Ion., = δισσός, Anacr.88, Hdt.2.44, etc.
Spanish (DGE)
v. δισσός.
German (Pape)
[Seite 632] ion. = δισσός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
διξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τοῦ δισσός, ὡς τριξός ἀντὶ τρισσός, πρβλ. Koen. Γρηγ. σ. 435.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ion. c. δισσός.
Russian (Dvoretsky)
διξός: Her. = δισσός.