δολιχόουρος

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόουρος Medium diacritics: δολιχόουρος Low diacritics: δολιχόουρος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΟΥΡΟΣ
Transliteration A: dolichóouros Transliteration B: dolichoouros Transliteration C: dolichoouros Beta Code: dolixo/ouros

English (LSJ)

or δολίχ-ουρος, ον, long-tailed: metaph. of verses with a syllable redundant (as Od.5.231), Sch.Heph.p.290C., Eust.12.33.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. δολίχουρ- Eust.12.34
de larga cola, fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. Il.3.237, Od.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.Ex.42.18L.

German (Pape)

[Seite 654] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόουρος: ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. μείουρος.

Greek Monolingual

ο (AM δολιχόουρος, -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῦρος, -ον)
(μετρ.) (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο τέλος μια συλλαβή παραπάνω
αρχ.
αυτός που έχει μακριά ουρά.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόουρος: и δολιχοῦρος ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).