δρεπανοειδής

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνοειδής Medium diacritics: δρεπανοειδής Low diacritics: δρεπανοειδής Capitals: ΔΡΕΠΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: drepanoeidḗs Transliteration B: drepanoeidēs Transliteration C: drepanoeidis Beta Code: drepanoeidh/s

English (LSJ)

ές, sickle-shaped, Th.6.4, Str.8.2.3.

Spanish (DGE)

-ές
falciforme de lugares costeros δρεπανοειδὲς τὴν ἰδέαν τὸ χωρίον ἐστί Th.6.4, cf. Str.8.2.3, Eust.732.22
subst. τὸ δ. la forma de hoz Chrys.M.60.103.

German (Pape)

[Seite 666] ές, sichelförmig; χωρίον Thuc. 6, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα δρεπάνου, Θουκ. 6. 4, Στράβων 335.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme d'une faux.
Étymologie: δρέπανον, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (AM δρεπανοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδήςσελήνη δρεπανοειδής»).

Greek Monotonic

δρεπᾰνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, μισοφέγγαρου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δρεπανοειδής: серповидный, имеющий форму серпа (χωρίον Thuc.).

Middle Liddell

δρεπᾰνο-ειδής, ές adj εἶδος
sickle-shaped, Thuc.