δουλοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλοπρέπεια Medium diacritics: δουλοπρέπεια Low diacritics: δουλοπρέπεια Capitals: ΔΟΥΛΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: douloprépeia Transliteration B: douloprepeia Transliteration C: douloprepeia Beta Code: doulopre/peia

English (LSJ)

ἡ, slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
servilismo, espíritu servil φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.Alc.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.Merc.Cond.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.Paed.2.1.13.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθοςφρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.

Greek Monolingual

η (AM δουλοπρέπεια)
συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια.

Greek Monotonic

δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικό ήθος, φρόνημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δουλοπρέπεια:рабский образ мыслей, низкая натура, низость Plat., Luc.

Middle Liddell

δουλο-πρέπεια, ἡ, n
a slavish spirit, Plat. [from δουλοπρεπής