κατάλυπρος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
κατάλυπρον, sad, ὄμμα κ., στίλβον, dub. in Herod.Med.inRh.Mus.58.96 (v.l. ὄμματα καταλίπαρα).
Greek Monolingual
κατάλυπρος, -ον (Α)
πολύ λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].