καταναγιγνώσκω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath.13.610d.
German (Pape)
[Seite 1364] (s. γιγνώσκω), durchlesen, Ath. XIII, 610 d.
Greek Monolingual
καταναγιγνώσκω (Α)
διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος («κατανέγνων γὰρ αὐτοῦ πᾶσαν τὴν ἱστορίαν», Αθἡν.).