καταπείθω

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπείθω Medium diacritics: καταπείθω Low diacritics: καταπείθω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: katapeíthō Transliteration B: katapeithō Transliteration C: katapeitho Beta Code: katapei/qw

English (LSJ)

persuade, LXX 2 Ki.17.16, Luc.Charid.16:—Pass., Sch.Ar.Pl.507.

German (Pape)

[Seite 1368] überreden, überzeugen, Luc. Charid. 16.

French (Bailly abrégé)

persuader, déterminer.
Étymologie: κατά, πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπείθω: μέλλ. -πείσω, ἐντελῶς πείθω, Λουκ. Χαρίδ. 16, Γραμμ., καὶ «καταπέποιθα· κατατεθάρρηκα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(AM καταπείθω)
(επιτ. τ. του πείθω)
1. πείθω κάποιον πλήρως
2. μέσ. καταπείθομαι
πείθομαι, πιστεύω σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω εντελώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταπείθω: убеждать, увещевать Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πείθω overtuigen.

Middle Liddell

fut. -πείσω
to persuade, Luc.