κερνοφόρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, ἡ, priest or priestess who bears it, Nic.Al.217; κ. κόρη Ps.-Plu.Fluv.13.3; κ. ὄρχημα, ὄρχησις, Poll.4.103, Ath.14.629d.
German (Pape)
[Seite 1425] den κέρνος tragend; ζάκορος Nic. Al. 217; κερνοφόρον ὄρχημα, der bei den korybantischen Mysterien übliche Tanz, Ath. XIV, 629 c; vgl. Poll. 4, 103. S. κέρνον u. Lob. a. a. O.
Greek Monolingual
κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος
2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος
ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ' εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό αγγείο» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].