κεκριμένως
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Adv., (κρίνω) judiciously, discreetly, μουσικῇ χρῆσθαι Plu.2.1142c; cf. κεκραμένως.
German (Pape)
[Seite 1413] gesondert, mit Unterscheidung; mit Urtheil, mit Überlegung, Pol. 6, 150; Plut.
French (Bailly abrégé)
adv.
en connaissance de cause.
Étymologie: κεκριμένος, pf. Pass. de κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρῐμένως: Ἐπίρρ., (κρίνω) διακεκριμένως, σαφῶς, ἀκριβῶς, Πλούτ. 2. 1142C.