κεκραμένως
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Adv.,
A (κεράννυμι 1.3) in a mixed manner, πρὸ τῶν ἀμίκτων ἐλέγχων κ. παρέχεται τοῖς ἐπαίνοις αὐτούς Procl.in Alc.p.102 C.
2 in painting, with well-blended colours, Plu.2.335a (fort. leg. κεκριμένως).
German (Pape)
[Seite 1413] gemischt, temperirt, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un art parfait.
Étymologie: κεκραμένος, pf. Pass. de κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κεκραμένως: adv. с должной мерой, с соблюдением правильных отношений (ζωγραφεῖν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κεκρᾱμένως: Ἐπίρρ., (κεράννυμι Ι. 3) μετρίως, συγκερασμένως, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. σ. 102· μεμιγμένως, μετ’ ἐκφράσεως, ἐναργῶς καὶ κ. γράφειν (ζωγραφεῖν) Πλούτ. 2. 335Α.
Greek Monolingual
κεκραμένως (Α) επίρρ.
1. με μέτρια ανάμιξη, μέτρια, συγκερασμένα
2. (στη ζωγρ.) με έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].