τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: κερβολέω | Medium diacritics: κερβολέω | Low diacritics: κερβολέω | Capitals: ΚΕΡΒΟΛΕΩ |
Transliteration A: kerboléō | Transliteration B: kerboleō | Transliteration C: kervoleo | Beta Code: kerbole/w |
= κερτομέω, Hsch.; perhaps to be read in B.1.34.
[Seite 1423] = κερτομέω, Hesych., vgl. σκερβολέω.
κερβολέω: (ὡσαύτως σκερβολέω ἢ σκερβόλλω), = κερτομέω, «κερβολοῦσα· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα. ἀπατῶσα» Ἡσύχ., Βακχυλ. Ι (d) 6, Blass.