κεφαλοκρούστης

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοκρούστης Medium diacritics: κεφαλοκρούστης Low diacritics: κεφαλοκρούστης Capitals: ΚΕΦΑΛΟΚΡΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kephalokroústēs Transliteration B: kephalokroustēs Transliteration C: kefalokroystis Beta Code: kefalokrou/sths

English (LSJ)

κεφαλοκρούστου, ὁ, = κρανοκολάπτης, Sch.Nic.Th.763.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, den Kopf stechend, eine Art Phalangium, Schol. Nic. Ther. 764, sonst κρανοκολάπτης.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοκρούστης: -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, ὄνομα εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ κρανοκολάπτης, Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.

Greek Monolingual

κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγοκρούστης, κυμβαλοκρούστης].