κατεστράφατο
From LSJ
English (LSJ)
v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω
Greek Monotonic
κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
κατεστράφατο: ион. 3 л. pl. ppf. pass. к καταστρέφω.