κορυμβίτης
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
[ῑ] κισσός, = κορυμβίας, Archig. ap. Aët.5.84.
Greek Monolingual
κορυμβίτης, ὁ (Α) κόρυμβος
κορυμβίας, κισσός.