κορμολογία

From LSJ
Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμολογία Medium diacritics: κορμολογία Low diacritics: κορμολογία Capitals: ΚΟΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kormología Transliteration B: kormologia Transliteration C: kormologia Beta Code: kormologi/a

English (LSJ)

ἡ, collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπολογία, ψηφολογία.