κορύφαινα

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφαινα Medium diacritics: κορύφαινα Low diacritics: κορύφαινα Capitals: ΚΟΡΥΦΑΙΝΑ
Transliteration A: korýphaina Transliteration B: koryphaina Transliteration C: koryfaina Beta Code: koru/faina

English (LSJ)

ἡ, a fish, = ἵππουρος, Dorio ap.Ath.7.304c, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορύφαινα: ἡ, ἰχθύς τις, = ἵππουρος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 304C.

Greek Monolingual

η (Α κορύφαινα)
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύαινα, φάλαινα)].

German (Pape)

ἡ, ein Fisch, sonst ἵππουρος genannt, Dorio bei Ath. VII.304c.