κραδασμός
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
ὁ, vibration, cj. for foreg. in Epicur.l.c., cf. Nicom. Harm.4, 10; tremor, agitation, Simp.in Cael.453.6; τῶν δοράτων Marcellin.Puls.492.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδασμός: ὁ, παλμώδης κίνησις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διον. Λ. 10. 105, Νικομ. Ἁρμον. σ. 8.
Greek Monolingual
ο (AM κραδασμός) κραδαίνω
δόνηση, ταλάντευση, τρομώδης ή παλμική κίνηση («τῷ γινομένῳ περὶ τοῖς ἐξακοντισμοῖς τῶν δοράτων κραδασμῷ», Μαρκελλίν.)
νεοελλ.
1. η παλμική κίνηση του σωλήνα τών μικρών ιδίως πυροβόλων η οποία παράγεται κατά τη βολή κάθετα προς τον άξονα του
2. (κτην.) πάθηση τών ιπποειδών που οφείλεται στην προς τα έξω απόκλιση τών ακροταρσίων.
German (Pape)
ὁ, die Schwingung, Nicom. harm.