Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοκκοθραύστης

From LSJ
Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκοθραύστης Medium diacritics: κοκκοθραύστης Low diacritics: κοκκοθραύστης Capitals: ΚΟΚΚΟΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kokkothraústēs Transliteration B: kokkothraustēs Transliteration C: kokkothraystis Beta Code: kokkoqrau/sths

English (LSJ)

κοκκοθραύστου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perhapsgrosbeak, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c

Greek (Liddell-Scott)

κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].