κοταίνω
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
= κοτέω, A.Th.485 (lyr.):—also κοτάω, Et.Gud.s.v. ἐνεκότουν.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. κοτέω.
Greek (Liddell-Scott)
κοταίνω: κοτέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 485· ὡσαύτως κοτάω, Bast. εἰς Γρηγ. Κ. 896· κότε, κοτέ, Ἰων. ἀντὶ πότε, ποτέ.
Greek Monolingual
κοταίνω (Α)
κοτέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. -αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω].
Greek Monotonic
κοταίνω: = κοτέω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κοταίνω: (только praes.) Aesch. = κοτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοταίνω zie κοτέω.