κυματοειδής
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ές, like waves: stormy, οἱ νότοι Arist.Pr.942a6. Adv. -δῶς Democr.126.
German (Pape)
[Seite 1530] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτοειδής: волнообразный, налетающий волнами (ἄνεμοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος κύμασι, τρικυμιώδης, ἄνεμος Ἀριστ. Προβλ. 26. 16.
Greek Monolingual
-ές (Α κυματοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα
αρχ.
θυελλώδης, τρικυμιώδης.
επίρρ...
κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς)
με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ειδής].