κυκλοφορητικός

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοφορητικός Medium diacritics: κυκλοφορητικός Low diacritics: κυκλοφορητικός Capitals: ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kyklophorētikós Transliteration B: kyklophorētikos Transliteration C: kykloforitikos Beta Code: kukloforhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. -κῶς S.E.M.10.58.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.

Greek Monolingual

κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοφορητικός: круговой, описывающий круг (κίνησις Plut.).