κυλλόπους

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλόπους Medium diacritics: κυλλόπους Low diacritics: κυλλόπους Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kyllópous Transliteration B: kyllopous Transliteration C: kyllopous Beta Code: kullo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, club-footed, Aristodem.8; θεοί Agatharch.7.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων κυλλούς, στρεβλοὺς πόδας, χωλόπους, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 338Α, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 444. 10.

Greek Monolingual

κυλλόπους, -πουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + -πους (< πούς), πρβλ. πλατύπους, ωκύπους].

German (Pape)

-ποδος, ὁ, = κυλλοποδίων, Aristodem. bei Ath. VIII.338a.