λινοπλυτής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
λινοπλυτοῦ, ὁ, flax-washer, flax-soaker, prob. in Aët.8.16 (λινοπλήτων gen. pl., codd.).
Greek Monolingual
λινοπλυτής, ὁ (Α)
αυτός που πλένει, που βρέχει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλυτής (< πλύνω)].