λοξοκέλευθος
From LSJ
Full diacritics: λοξοκέλευθος | Medium diacritics: λοξοκέλευθος | Low diacritics: λοξοκέλευθος | Capitals: ΛΟΞΟΚΕΛΕΥΘΟΣ |
Transliteration A: loxokéleuthos | Transliteration B: loxokeleuthos | Transliteration C: loksokelefthos | Beta Code: locoke/leuqos |
λοξοκέλευθον, oblique, δρόμος Nonn. D. 5.233.
λοξοκέλευθος, -ον (Α)
λοξός, πλάγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηροκέλευθος, ρηξικέλευθος)].