λόχονδε
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
Adv., v. λόχος 1.2.
French (Bailly abrégé)
adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.
Greek (Liddell-Scott)
λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.
Greek Monolingual
λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].
Greek Monotonic
λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λόχονδε: adv.
1) в засаду (ἰέναι Hom.);
2) для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).