μελανόγραμμος

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόγραμμος Medium diacritics: μελανόγραμμος Low diacritics: μελανόγραμμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: melanógrammos Transliteration B: melanogrammos Transliteration C: melanogrammos Beta Code: melano/grammos

English (LSJ)

ον, with black stripes, Arist.Fr.298.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzen Linien, Strichen, Arist. bei Ath. VII, 313 c.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόγραμμος: с черными полосами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόγραμμος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας γραμμὰς ἢ λωρίδας, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282.

Greek Monolingual

μελανόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομόγραμμος, ποικιλόγραμμος)].