μελλυμέναιος
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
μελλυμέναιον, = μελλόνυμφος, IPE2.86 (Panticapaeum).
Greek Monolingual
μελλυμέναιος, -ον (Α)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»].