μητροκτονέω
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
kill one's mother, commit matricide A.Eu.202, al., E.Or.887, Arist.EN1110a29.
German (Pape)
[Seite 179] die Mutter tödten; Aesch. Eum. 193 u. öfter; Eur. Or. 885; Arist. eth. 3, 1; Luc. Ner. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tuer sa mère.
Étymologie: μητροκτόνος.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκτονέω: φονεύω τὴν μητέρα μου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 202, 427, 595, Εὐρ. Ὀρ. 887, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 8.
Greek Monotonic
μητροκτονέω: σκοτώνω τη μητέρα μου, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μητροκτονέω: убивать (свою) мать Aesch., Eur. etc.
Middle Liddell
μητροκτονέω,
to kill one's mother, Aesch., Eur. [from μητροκτόνος