μυροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροφόρος Medium diacritics: μυροφόρος Low diacritics: μυροφόρος Capitals: ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myrophóros Transliteration B: myrophoros Transliteration C: myroforos Beta Code: murofo/ros

English (LSJ)

μυροφόρον, bearing unguents, Poll.10.119.

German (Pape)

[Seite 221] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροφόρος: -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες
εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα της Ανάστασης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μυροφόρα
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].