μοσχίον

From LSJ
Revision as of 11:00, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχίον Medium diacritics: μοσχίον Low diacritics: μοσχίον Capitals: ΜΟΣΧΙΟΝ
Transliteration A: moschíon Transliteration B: moschion Transliteration C: moschion Beta Code: mosxi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of μόσχος (B), young calf, Ephipp.15.12, Theoc.4.4,44, PGoodsp.Cair. 30 ii 10 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen; Ephipp. bei Ath. VIII, 359 (v. 12); Theocr. 4, 4. In VLL. auch = μοσχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Β), μικρὸς μόσχος, μοσχάριον, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1, Θεόκρ. 4. 4, καὶ 44.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit veau.
Étymologie: μόσχος.

Greek Monolingual

μοσχίον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρός μόσχος, μοσχαράκι.

Greek Monotonic

μοσχίον: τό, υποκορ. του μόσχος Β, νεαρό μοσχάρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μοσχίον: τό молодой теленок, теленочек Theocr.

Middle Liddell

μοσχίον, ου, τό, [Dim. of μόσχος2]
a young calf, Theocr.