μονόστιχος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ον, consisting of one verse, ἐπίγραμμα AP11.312 (Lucill.), Luc.Demon.44; μονόστιχα single verses, Plu.Pomp.27.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Reihe, ei nem Verse bestehend; ἐπίγραμμα, Lucill. 75 (XI, 312); Luc. Demon. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se compose d'un seul vers.
Étymologie: μόνος, στίχος.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστῐχος: -ον, ὁ ἐξ ἑνὸς στίχου ἀποτελούμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 11. 312· τὰ μ., στίχοι μόνοι ἀποτελοῦντες ἔννοιαν αὐτοτελῆ, Πλουτ. Πομπ. 27· πρβλ. δίστιχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόστιχος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν στίχο
2. το ουδ. ως ουσ. το μονόστιχο(ν)
ένας και μόνο στίχος ο οποίος αποτελεί αυτοτελή έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στίχος (πρβλ. πολύ-στιχος)].
Greek Monotonic
μονόστιχος: -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μονόστῐχος: состоящий из одного лишь стиха (ἐπίγραμμα Anth.): τὰ μονόστιχα Plut. одностишия.
Middle Liddell
μονό-στῐχος, ον
consisting of one verse, Anth.; τὰ μ. single verses, Plut.