μυρηρός

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρηρός Medium diacritics: μυρηρός Low diacritics: μυρηρός Capitals: ΜΥΡΗΡΟΣ
Transliteration A: myrērós Transliteration B: myrēros Transliteration C: myriros Beta Code: murhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of sweet oil, τεύχη A.Fr.180.5; λήκυθος Ar.Fr. 205.

German (Pape)

[Seite 218] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; λήκυθος, Arr. fr. 8.

Russian (Dvoretsky)

μῠρηρός: содержащий благовония (τεύχεα Aesch.; λήκυθος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες ἔλαιον, ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.

Greek Monolingual

μυρηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ελαι-ηρός)].