νεκροδοχεῖον

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδοχεῖον Medium diacritics: νεκροδοχεῖον Low diacritics: νεκροδοχείον Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: nekrodocheîon Transliteration B: nekrodocheion Transliteration C: nekrodocheion Beta Code: nekrodoxei=on

English (LSJ)

τό, burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.

German (Pape)

[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on dépose les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Greek Monolingual

νεκροδοχεῖον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανο-δοχείον)].

Greek Monotonic

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριο, μαυσωλείο, τάφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδοχεῖον: τό гробница Luc.

Middle Liddell

νεκροδοχεῖον, ου, τό, [from νεκροδόκος
a cemetery, mausoleum, Luc.