νεόφατος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον, lately slain, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
νεόφᾰτος: -ον, «νεωστὶ τεθνηκὼς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεόφατος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ τεθνηκώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φατός (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. παλαίφατος].