ξυσμός

From LSJ
Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυσμός Medium diacritics: ξυσμός Low diacritics: ξυσμός Capitals: ΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: xysmós Transliteration B: xysmos Transliteration C: ksysmos Beta Code: cusmo/s

English (LSJ)

ὁ, itching, irritation, ξυσμοὶ τοῦ σώματος ὅλου Hp.Aph.3.31; ξ. ἐν τῷ πλεύμονι Id.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, das Schaben, Kratzen, bes. beim Jucken, Hippocr. u. a. Medic., auch das Jucken selbst, also = κνησμός.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμός: ὁ, τὸ ξύσιμον, ἰδίως πρὸς ἀνακούφισιν κνησμοῦ, «φαγούρας»· ὅθεν καὶ αὐτὴ ἡ «φαγοῦρα», ὡς τὸ κνησμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248.

Greek Monolingual

ξυσμός, ὁ (Α) ξύω
1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος
ξυσμός, ψόφος, φθόγγος».