ἐμπληθής
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ές, = ἔμπλεος, Id.Th.948.
Spanish (DGE)
-ές
1 lleno de c. gen. ἁλός τ' ἐμπληθέα κύμβην Nic.Th.948
•de pers. ahíto, empachado ὁ ... βασιλεὺς ... γενόμενος ἐ. ἐκλίνετο Io.Mal.Chron.10.239.
2 obeso Io.Ant.Fr.Hist.160.1, 172.20.
German (Pape)
[Seite 814] ές, angefüllt, Nic. Th. 948.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληθής: -ές, = ἔμπλεος, Νικ. Θηρ. 948.