ἐπισκύζομαι

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκύζομαι Medium diacritics: ἐπισκύζομαι Low diacritics: επισκύζομαι Capitals: ΕΠΙΣΚΥΖΟΜΑΙ
Transliteration A: episkýzomai Transliteration B: episkyzomai Transliteration C: episkyzomai Beta Code: e)pisku/zomai

English (LSJ)

to be indignant at a thing, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοί Il.9.370; μὴ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ep.aor.) Od.7.306: —Act., aor. ἐπισκύσαι EM364.10.

German (Pape)

[Seite 980] worüber zornig, unwillig werden, Il. 9, 370; ἐπισκύσσαιτο Od. 7, 306; das act. E. M, ἐπισκύσαι τὸ χαλεπῆναι.

French (Bailly abrégé)

opt. ao. 3ᵉ sg. épq. ἐπισκύσσαιτο;
s'irriter contre.
Étymologie: ἐπί, σκύζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκύζομαι: Ἀποθ., ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι ἐπί τινι, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἐπισκύζωνται Ἀχαιοὶ Ἰλ. Θ. 370· μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι (Ἐπικ. ἀόρ.) Ὀδ. Η. 306: ― Ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπισκύσαι, «ἐπισκύσαι, τὸ χαλεπῆναι» Ε. Μ. 364. 13.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἐπισκύσσαιτο: be indignant or wroth at; τινί, Ι 3, Od. 7.306.

Greek Monolingual

ἐπισκύζομαι (AM)
οργίζομαι, αγανακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»].

Greek Monotonic

ἐπισκύζομαι: αποθ., αγανακτώ, εξοργίζομαι για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπισκύσσαιτο (Επικ. ευκτ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκύζομαι: (aor. opt. ἐπισκυσσαίμην) приходить в негодование, распаляться гневом Hom.

Middle Liddell


Dep. to be indignant at a thing, Il.; ἐπισκύσσαιτο (epic aor1 opt.) Od.