ἀγχίαλος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ον, also η, ον h.Ap.32, Androm. ap. Gal.14.42: (ἅλς):— poet. word, near the sea, of cities, Il.2.640; Ἐπίδαυρος Androm.l.c.; Κίρρας μυχοί B.4.14; of islands, sea-girt, as Peparethos, Lemnos, Salamis, h.Ap. l.c., A.Pers.887 (lyr.), S.Aj.135 (lyr.), AP9.288 (Gemin.); of the fountain Arethusa, ἀ. ὕδατα E.IA169 (lyr.), cf. A.R.2.160.
Spanish (DGE)
(ἀγχίᾰλος) -ον
• Morfología: [tb. -η, -ον h.Ap.32, Androm.171]
que está junto al mar, ribereño de ciudades Χαλκίς Il.2.640, cf. 697, Κίρρας μυχοί B.4.14, cf. E.Fr.74, Σμύρνης ἀγχιάλοις ... ἐπ' ἀϊόσιν en las orillas ribereñas de Esmirna, ISmyrna 512.6 (III a.C.), de islas h.Ap.l.c., A.Pers.890, S.Ai.135, E.Fr.752f.26, de las aguas de la fuente Aretusa ἀγχίαλα ὕδατα E.IA 169, δάφνη A.R.2.160, ἀκτή A.R.2.914, ἐρίπναι Nonn.D.39.219, ἄρουραι Nonn.D.40.342, ἐπ' ἀγχιάλοις πιτύεσσι Euph.20.1.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 entouré par la mer;
2 voisin de la mer, maritime.
Étymologie: ἄγχι, ἅλς.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀγχίᾰλος: -ον και -η, -ον (ἅλς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται και για νησιά, αυτός που είναι ζωσμένος από θάλασσα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίᾰλος: редко 3
1) расположенный у самого моря, приморский (Χαλκίς Hom.; ὕδατα τᾶς Ἀρεθοῦσας Eur.);
2) близкий к морскому побережью (Αῆμνος καὶ Ῥόδος Aesch.; Σαλαμίς Soph., Anth.).
Middle Liddell
[ἅλς]
near the sea, of cities, Il.; of islands, sea-girt, Aesch., Soph.