ἀνάκαρ

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκαρ Medium diacritics: ἀνάκαρ Low diacritics: ανάκαρ Capitals: ΑΝΑΚΑΡ
Transliteration A: anákar Transliteration B: anakar Transliteration C: anakar Beta Code: a)na/kar

English (LSJ)

Adv., (κάρα) up to or towards the head, upwards, Hp. ap. Gal.19.79. ἀνακάς, Adv. = ἄνωθεν, Hsch.

Spanish (DGE)

adv. hacia la cabeza, hacia arriba Hp. en Gal.19.79.

German (Pape)

[Seite 191] Kopf an-, aufwärts, Hippocr. Vgl. κατώκαρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκαρ: ἐπίρρ. (κάρα) ἐπάνω πρὸς τὴν κεφαλὴν, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἢ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἄνω, Ἱππ. (ἴσως ἀναγνωστέον ἀνὰ κάρ), πρβλ. ἐπίκαρ, κατωκάρα.

Greek Monolingual

ἀνάκαρ επίρρ. (Α)
επάνω στο κεφάλι, προς το κεφάλι, προς τα επάνω ή με το κεφάλι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + κάρ «κεφαλή»].